Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χοινίκι — το / χοινίκιον, ΝΑ [χοῑνιξ, χοίνικος] νεοελλ. το σοινίκι αρχ. 1. υποκορ. τού χοῑνιξ 2. όργανο βασανισμού, είδος ποδοκάκκης … Dictionary of Greek
χοινίκιον — τὸ, Α βλ. χοινίκι … Dictionary of Greek